- ανομβρώ
- ἀνομβρῶ (-έω) (Α)1. αναβλύζω νερό2. μτφ. παρέχω με αφθονία («καὶ αὐτοὶ ἐσοφίσαντο καὶ ἀνώμβρισαν παροιμίας» Π.Δ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)-* + ομβρώ «βρέχω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανομβρητικός — ἀνομβρητικός, ή, όν (Α) [ανομβρώ] αυτός που προκαλεί ανάβλυση νερού («ὁ πατὴρ ἀνομβρητικὸς Πνεύματος Ἁγίου» το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα σαν νερό που αναβλύζει) … Dictionary of Greek
ανόμβρησις — ἀνόμβρησις, η (Μ) [ανομβρώ] η βροχή … Dictionary of Greek